ὀλβίως

ὀλβίως
ὄλβιος
happy
adverbial
ὄλβιος
happy
masc acc pl (doric)
ὄλβιος
happy
adverbial
ὄλβιος
happy
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλβίως — Ὄλβιος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”